κέστροι

κέστροι
κέστρος
sharpness
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κεστροί — Αρχαία πόλη της ορεινής Κιλικίας, στα σύνορα με την Ισαυρία. Στους ρωμαϊκούς χρόνους είχε εκδώσει ελληνικά νομίσματα με την επιγραφή Κεστρηνών, ενώ κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού αποτελούσε μία από τις πόλεις της επαρχίας… …   Dictionary of Greek

  • κεστροφόρος — κεστροφόρος, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που μεταφέρει τα βέλη τα οποία ονομάζονταν κέστροι 2. αυτός που χρησιμοποιεί το εργαλείο κέστρον για την εγκαυστική ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κεστροφύλαξ — κεοτροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, χωρο φύλαξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”